Поиск в словарях
Искать во всех

Русско-новогреческий словарь - сбор

 
 

Перевод с русского языка сбор на греческий

сбор
сбор

м

1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):

~ подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών ~ членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·

2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):

~ олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·

3. (налог) ἡ εἰσπραξη {-ις}:

почтовый ~ τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный ~ ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый ~ τέλη χαρτοσήμου·

4. (встреча) ἡ συγκέντρωση {-ις}, ἡ συνάντηση {-ις}, ἡ συνάθροιση {-ις}.· место ~а ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в ~е είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·

5. воен. τό προσκλη-τήριο{ν}·

6. ~ы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:

долгие ~ы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный ~ τό θέατρο εἶναι γεμάτο.

Рейтинг статьи:
Комментарии:

См. в других словарях

1.
  сбор м 1) (чего-л.) το μάζεμα 2) (собрание) η συγκέντρωση 3) (взимание) η είσπραξη 4) мн.: ~ы οι προετοιμασίες ...
Русско-греческий словарь (Сальнов)

Вопрос-ответ:

Ссылка для сайта или блога:
Ссылка для форума (bb-код):

Самые популярные термины