Русско-новогреческий словарь - работа
Перевод с русского языка работа на греческий
ас
1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):
тяжелая ~ ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая ~ ἡ χειρωνακτική ἐργασία· умственная ~ ἡ διανοητική ἐργασία· общественная ~ ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые ~ы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные ~ы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные ~ы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за ~у ἀρχίζω τήν δουλειά·
2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
временная ~ ἡ προσωρινή δουλειά· ~ по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на ~у πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с ~ы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без ~ы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать ~у ψάχνω νά βρῶ δουλειά·
3. (произведение) τό ἔρ-γο{ν}, ἡ ἐργασία:
печатные ~ы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная ~ ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной ~ы (δουλειά) τής μηχανής· ручная ~ ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая ~ ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная ~ ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в ~у кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в ~у ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.